- ἐξελήλυθα
- ἐξελήλυθα s. ἐξέρχομαι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἐξελήλυθα — ἐξέρχομαι go perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεληλύθασι — ἐξεληλύθᾱσι , ἐξέρχομαι go perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεληλύθασιν — ἐξεληλύθᾱσιν , ἐξέρχομαι go perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελήλυθ' — ἐξελήλυθα , ἐξέρχομαι go perf ind act 1st sg ἐξελήλυθε , ἐξέρχομαι go perf imperat act 2nd sg ἐξελήλυθε , ἐξέρχομαι go perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)